Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Ο ΒΑΦΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ


Ένα ζαρκάδι λιποθύμησε ζυγίζοντας την πνοή του
Καταχωνιασμένος ο τρόμος στις κυψέλες
Της μνήμης.
Το πράο μέτωπο της σελήνης
Ακουμπούσε τα σύννεφα
«Χάρισαν το όνομα μου σ’ αστέρι»
Η χαμογελαστή νοσταλγία χαστούκισε
Την ηχώ της…
Λίκνισα το κεφάλι μελαγχολικά κατά κει
Που γειτονεύει ο χρόνος
Με το στυγνό πεπρωμένο των θνητών
Μείνε’ κει
Σε λίγο έρχομαι
Να σκορπίσουμε τη θαμπή, γλοιώδη
Λάμψη στον κόσμο…

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ



Η χλόη αχόρταγα κατασπάραζε τον ζοφερό ουρανό.
Η θλίψη του μας γρατζουνούσε τα κόκκαλα .
«Έχει καταφύγιο λίγο πιο κάτω» είπα.
Ένα απείθαρχο χαμόγελο- το υπέροχο σου χαμόγελο :
Ιχνηλασιών ερώτημα
Ασυναίσθητα βαστούσα την καρδία μου…

ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ



Αποδήμησε η όρεξη απόψε.
Σαν τα ζωγραφιστά πουλιά στο φεγγάρι.
Σαν τις νότες κιθάρας που τσίγκλα στα καλαμιά.
Σαν φθινοπωρινό φιλί κοριτσιού.
Σαν τη βροχή που ρυτιδώσει τα τζάμια.
Σαν τις στιγμές αιωνίας χαράς.
Σαν όνειρα που νταντεύει ο ύπνος.
Σαν και σένα καλή μου.

Δεν έχω όρεξη απόψε, μονό απορίες.
Που πήγαν τα μάτια που δροσίζουν
Τον ήλιο ;
Που πήγε το στόμα που φιλαέι
Λουλούδια ;
Ποιος σκουνταέι τις χούφτες που βαστάνε
αγάπη ;
Ποιο φεγγάρι, τάχα, να λούζει μαλλιά σου ;
Ποια άνοιξη σε ξελόγιασε πάλι ;
Για ποιες χώρες ταξιδεύεις ;
Για ποιες στιγμές μαλώνεις τον χρόνο ;
Για ποιο ψεύδος οδεύεις καλή μου ;

Αποδήμησε η όρεξη απόψε.
Μα οι φωλιές των πουλιών
παραμένουν στα δέντρα.
Μα οι φωνές των παιδιών
παραμένουν στα σπίτια.
Και οι σκιές των μορφών
ακολουθούν τον αφέντη.

Να’ σουν εδώ να δεις το δεμάτιο
-πρόστυχο όπως πάντα- δεν
άλλαξε καθόλου.
Τσαντίζομαι οι τοίχοι σουφρώνουν
τα χείλια τους και γελούν, κοροϊδεύουν.
Το μονό που κλαίει είναι το
λιωμένο κερί στο φτωχό τραπεζάκι.
Πρέπει να κλαίει γιατί φωτίζει
τ’ απομεινάρια που μου έμειναν.
Στραγγίζει τον λόγο που γράφω.
Συνοδεύει την πένα που κεντά την
Ψυχή μου.
Μα το μελανί στέρεψε, δεν επιθυμώ άλλο
Αρκετά
μελάνιασε η ψυχή μου.

Αποδήμησε η όρεξη απόψε.
Μα τα πουλιά-ακόμα- χορεύουν στον άνεμο.
Μα τα πούλια –ακόμα- φτερουγίζουν τη μέρα.
Μα τα πουλιά –ακόμα- κλωσσάνε το αύριο
και κελαηδάνε τον πονώ.
Ραμφίζουν τον ερώτα και κράζουν σκιάχτρα.
Σπουργίτι κουρνιαχτό στη
ψυχή μου, είναι χειμώνας
μα τα κλαδί μου αντηχούν
ακόμα.


Δεν έχω όρεξη απόψε, μονό αλήθειες.
Τρυφερά παραμύθια περιέπαιξαν τα
πρώτα χρόνια της νιότης μου.
Απόψε έχω μεταλλάξει το τέλος.
Η πεντάμορφη παρέμεινε τέρας.
Και τ’ ασχημόπαπα δεν γνώρισαν κύκνο.
Ωραία αγάπη έτρεφε ο Μενέλαος
για την Ελένη.
Μα η Ελένη έσβησε σαν το λουλούδι
Στην νύχτα που βρέχει.
Ενώ η αγάπη του Μενελάου έγινε Έπος.
Ήταν ωραία αγάπη…

Η αγάπη είναι το μέρος
που η ομορφιά υποχωρεί στο ωραίο.
Το εφήμερο βλεφάριζε στο αιώνιο.

Είμαστε όμορφοι σε ωραίες ψυχές.

Ίσως οι Έλληνες λάφυρα και πλούτη να έβλεπαν
Στην γενιά του Πριάμου.
Το ζύγι της καρδίας μου δεν έχει κρίμα.
Τα πάθη της αστρακοπουν βοριάδες.
Τα πλούτη σας σταυρώσανε μεσσίες.
Η προίκα μου να στέκω άσπιλος στα λόγια.

Έτσι και εγώ άνδρας φτωχός είμαι και γνώσεις
Βαθύπλουτες γροικώντας.
Εμπειριών βιώματα . Πείρας οργώματα θαρρώ.

Παραμένω ευγενής στην φτώχεια μου.

Δεν αχώ όρεξη απόψε μονό απορίες

Είναι κακό να τρέχουμε γυμνοί στα
λιβάδια του πόθου σέρνοντας το
αγνό μεσημέρι;

Είναι κακό να εγκλωβίζουν οι χούφτες μας κινούμενο το μούσκεμα του χρόνου;

Είναι κακό να ακουμπήσουμε στους στυλοβάτες του σύμπαντος;

Είναι κακό να ραντίσουμε την αυλή των ονείρων μας;

Είναι κακό να κηλιδώσουμε λίγο απ την λευκότητα του ήλιου;

Είναι κακό να αφουγκραστούμε στους καρπούς μας τους παλμούς της ζωής;

Είναι κακό να πεθάνουμε ζώντας;


Πάχνη οι σταγόνες στα μάτια μου
Ένα δάκρυ ξαπόστασε καρτερώντας εσένα.
Ποια τσιγγάνα βράδια το ζουλάρει;
Φάλτσες μελωδίες γευματίζουν στο γείτονα,
Σκυλιά από κόκαλο γαβγίζουν στο δρόμο.


Πιο γκρεμοτσακισμα μάτωνε τη ψυχή μου με ανάλγητους βρυχηθμούς από χαμένα βάθρα. Ποιο μουγκρητό στα γενιά δεν στεριώνει… α ρε καθρέφτη άδικε την ομορφιά μου κλείνεις….

Μα επιτέλους
Είναι κακό
Ν αγαπάς
Καλή μου;

Τι να πω; Η όρεξη αποδήμησε απόψε.


ΤΕΛΟΣ ΠΑΝΤΩΝ

EΠΙΣΤΟΛΗΝ ΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ ΑΠΟ ΠΡΕΒΕΖΗΣ




Διοπτροφόρε άνδρα
πουλί ακελαίδιστο ήμουν,
φτερά έχοντας στα βλέμματα παιδιών.
Τα μονά ματιά που αγάπησα.
Και οι τιμές από μικρές
γινήκαν εύγε.
Και από εφηβείας χρονιά
πλαισιωμένος από ηδονή ήμουν.
Ηδονή μη αποκτήσιμη.
Και οι μικροχαρές και τα
Χαμογελά μάταια πονούσαν
ν’ αγγίξουν το πρόσωπο μου.
Και εγώ ανέγγιχτος.
Παρά μονό επιθυμούσα
κείνο το «νησί» που θα με
λύτρωνε από τα επίγεια
δανείζοντας μου ουρανό.
Και μ’ ήβρε εκείνο…
Μα μήτε η γλυκεία
Πηνελόπη μήτε οι αδάμαστοι
μνηστήρες
με συναντήσαν
παρά μονό η σκιά μου…
Η τρυφούσα το φως σου.
Τώρα μάλιστα.
Θλιμμένα προσωπεία
ανάβουν κεριά για με
που ’μαι σβησμένος.
Παρακαλώ σε, διοπτροφόρε άνδρα.
Κάτω . Υπό το φως των κηρίων σου
Θα’ ρθει μια μέρα η σκιά μου.
Μη την φοβάσαι μα μήτε την πολεμήσεις.
Μονό πες της κρυφά εκ μέρους μου,
κείνο το περήφανο, τρανό, ανόητο
συγνώμη.


Κ.Κ
Δύναται.