Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

ΜΙΚΡΗ ΝΑΝΟΥΚΑ


ειχε νοτισει εξω... πιο μουχλιασμενο συναισθημα και απο την σταχτη του τσιγαρου που απομηδουσε στα τασακια...
κοιταξε περιεργαστικα τριγυρω του... ανθρωποι που δεν ειχε ξαναδει ποτε...
ριγουσε να αγγιξει την καθημερινοτητα τους...
ηταν σιγουρος πως καπου θα πονουσαν και αυτοι ...
η μπαργουμαν τον ρωτησε αν θελει να πιει και αλλο και αυτος με ταπεινωμενο βλεμμα της εγνεψε ναι...
καθοτανε στον θρονο του ... παρεα με τα ξυδια και τα ταξιδια της ψυχης του...
εστρεψε ασυναισθητα το κεφαλι του κατα κει που ανατελουν οι σκεψεις του... με στηριγμα τον αγκωνα στην αναμνηση...
και ηταν εκει!
δεσποζε στο πληθος ... ηγεμονικη αλλα οχι αυταρχης ...
ενα παιδικο ονειρο κυλισματος στα γρασιδια ...
βρωμικος πια απο ζωη κυλισε να της μιλησει...
τον ειδε! χαμογελασε ... ιχνηλατηθηκαν τα ερωτηματα των αιωνων στα χειλη της...
"εδω βρισκεις καταφυγιο?" ... τον ρωτησε και ανεπαισθητα αγγιγε με την παλαμη του την καρδια του...
"και εδω και εκει" απαντησα αγγιζοντας το χερι της...
τραβηχθηκε ... ισως να την φοβισα ο μαλακας σκεφθηκα...
"πως εισαι τοσο σιγουρος για εμενα? " αποκριθηκε η φωνη της γεματη προσμονη ...
ηταν θεσπεσια ευθραστη σαν πορσελανινο εκμαγειωμα ... δεν μπορουσα να αντεξω την ικμαδα της στιγμης...
"απλα σε κοιταζω και θελω να καθρεφτισω τις στιγμες"
" και αν φυγουνε μικρε μου χενρυ?"
"τοτες δεν ητανε πραγματικα δικες μας η τις τρομαξαμε ειρμαμενοι στο πληθος"
"περπαταω στον δρομο και σε σκεφτομαι"
"οδοιπορεις και σε σηματοδοτει ο δρομος νανουκα ... τα κοκκινα παπουτσια σου γεμισανε με αιματινη γραφη καθε πορεια σου"
"δεν ειναι απο αιμα αγαπη μου ... ειναι απο ερωτα ..."
" και ο ερωτας κυοφορειται απο αιμα ματια μου ρωτα τους καρπους μας "
" εισαι τοσο αγνος σαν μωρο... σαν βρεφος που ακομα δεν ανεπνευσε τον πονο"
" και η παρθενικη μας εμφανιση με αιμα λουσμενη ειναι... τυλιγμενη την ανθρωπια "
... κοιταχθηκαμε... πρεπει να ημουν τυχερος αποψε ... φιληθηκαμε απληστα κατα κει που τα καρδιοχτυπια γινονται εφηβοι...
ενα παραξενο συναισθημα ενιωθα νερο... ολα υγρα πανω μου ... ματια... αισθηματα ...
ητανε σαν να αντικρυζα τον κοσμο πρωτογνωρα... και ολα σβηνανε και αναβαν...


ξυπνησα βουρκωμενος αλλα με εναν πονο στο κεφαλι ... αυτη η υγρυ αισθηση με ακολουθουσε και τωρα στο πρωτο συναπαντημα της μερας...
οταν επανηλθαν οι ηχοι του κοσμου καταλαβα πως ολα ηταν ενα ονειρο...ητανε μπροστα μου στο υψος των ματιων μου ... με κοιτουσε ικετευτικα στα ματια αφου ειχε
ξεριζωσει τουφες απο τα μαλλια μου αθελα της ...
ηθελε να παιξουμε.
θα παιξουμε ζωη μου...

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

ΑΙΜΑΤΙΝΗ ΓΡΑΦΗ



I. Κοίταξε έναν ήλιο ειρμαγμένο
Στα κατάστιχα.
Μένος από βιτσιόζικες απόπειρες
Και μια σκαμπρόζα τύχη προξενήτρα.

II. Μιλιούνια οι καταρράκτες στ’ ακροδάχτυλα
Ερημωμένη αφή στο δέρμα σου
Μια μελώδια ακατάπαυστα αέναη
Στα πλήκτρα των βλεφάρων σου…
Κοιμήσου ! Αύριο χαράζει ο πελαργός
Τις εμμονές του…

III. Ισχνό νανούρισμα από έλατα
Δεν είναι έμβρυα οι καρδιές μα
Ανασαίνουν.
Γκουστήρια πανικόβλητα οι λόγοι μας
Τουρτουρίζουν με ρίγος στην φώλια τους.

IV. Αιμάτινη γραφή…
Τα μαγούλα αλώβητα ροδάκινα
Καρπώνονται τα χείλη μου αντάμα
Αιμάτινη γραφή…
Τσούζουν άφθονοι βυθοί στην ομιλία μου
Κωφάλαλα δελφίνια που διάβηκαν
Σε μεστωμένα σκάφανδρα επισκέπτες
Πτερύγια σφαγμένα στη σιωπή τους
Αιμάτινη γραφή…

V. Καπηλεύομαι ζωδιακούς αστερισμούς
Σκόρπια ανεξιχνίαστα φεγγάρια
Δρασκελούν στο στερεό επειγόντως
Κατάλοιπα του maudit poet των παραβύσων
Σταυροδρόμι στοχασμών μεστά γραπτά μου.

VI. Lol αχ αχαχα! Χλαπακίασαμε παρμεζάνα
Και συ ρουφούσες το μακαρόνι ως την λήξη
Σακατεμένα λήμματα από έρωτα
Γραπώνω την ζωή σου δεκανίκι
Περπατησιά ανείπωτων βραχνάδων

VII. Επικοινωνείς;
Αρίφνητα πουλιά κρατούν τα σύρματα
Μην στάξει πεζοδρόμια ο στεναγμός σου.
Νυφίτσα απείραχτη
Ψάχνω το πλήρες δόκανο ειρμού να ξαποστάσεις.

VIII. Όχι ΤΙΠΟΤΑ είμαι ΣΥΜΠΑΝ ναι
Φεγγαροπερπατώ και μπρος το πίσω μου γυρνά
Ευκίνητη αυτοκτονία στα τετράδια
Χορδές από αραβικές κιθάρες
Βομβαρδισμός από δεινά και μου γκα ρύζι
Ακούς ;
Δεν είναι τίποτα (Η) Αγάπη μου.

IX. Οχήματα συνείδησης συμπέρασμα
Το ρυπογόνο άγχος μποτιλιάρει
Εξατμισμένα ήθη υπ ατμών
Αυτό κινούμαι ασάλευτος στους δρόμους
Σε άπατα πιθάρια εγκλωβίζομαι
Ελλοχεύοντας φανάρια στην ζωή μου
Δυο Γένη μ’ έσπειραν…

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Παραθυρα


I. Ήδη έχει σκοτεινιάσει. Χίμηξε η πριμαντόνα πανσέληνος.
Θα καταβροχθιστούν αλλότριοι πόθοι. Αμαρτωλά λείψανα
Φεγγαριών που διάβηκαν τον παράδεισο. Παρείσακτοι χειμώνες
Θα κουρνιάσουν στον ειρμό σου.

II. Ήδη έχει σκοτεινιάσει. Πασχίζω να γραπώσω –ερεθιστικά απύθμενες-
Κουβέντες στο κορμί σου. Βουτηγμένη η σιωπή σου στο αίμα της…
Στη λήθη σφαγιασμένων ποιητών . Αραδιασμένοι ψίθυροι στην στάχτη,
Να εκλιπαρούν βογγητά λάγνα στην λογική σου.

III. Ήδη έχει σκοτεινιάσει. Στυγνές εξομολογήσεις υποψήφιου
Αυτόχειρα. Μπεκρουλιασμένα νοήματα σε ουλαμούς από θλίψη.
Γιγαντία κυπαρίσσια από τύψεις σειούν πανηγυρικά το ανάστημα τους.

IV. Ον Άνευ εντέρων ENTER ←
Ανιαρά νιάνιαρα νιαουρίζουν Και πάλι κραιπάλη
Κρίμα κρυμμένο Κρα νιων Κρα ματα Ήμαρτον
Κραξίματος κοντή New Διαρκώς κοντόφθαλμες πτυ-
Χες Σινέ. Σινιέ. Συνεχεία. Αγγέλων τυμβωρύχοι
Ηρώων πλάτες Παράδεισων δείγματα –ψήγματα αβύσσων
Πυγμαίων καλλιστεία Ληστεία.Αλτ.Παλτά. Ζωή σε κλέβω…

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ



Ερειπωμένες φωνές στην ερημία των συντριμμιών … άραγε τι έχει καταρρεύσει πρώτο η ελπίδα ή τα θεμέλια του να την ψηλαφιστούμε…
Τόπος μουντός πνιγμένος στην κατάθλιψη την διακρίνεις παντού σαν παλιομοδίτικη γκρίζα στρατιωτική κουβέρτα… σύννεφο που αράχνιασε στα πάντα … Στους δρόμους , στα πολυκαταστήματα , στα γυμναστήρια στις λαϊκές παντού πρόσωπα στεγνά με δυο τρύπες σαν μανικετόκουμπα για μάτια και ένα στόμα ερμητικά κλειστό, αφήνοντας στη ζουλά δυο χαραμάδες όνειρο να καθρεφτίζονται στα δόντια.
Μουσούδες ξερακιανές και λυσσασμένες … ληστεύουν κάτι λίγο από τον χρόνο τους… Είμαστε πιστά σκυλιά εδώ στην χωρά του Ομήρου για αυτό και λυσσομανούν να μας αλλάξουν…
Ο Έλληνας ξέρει να χαμογέλα δακρύζοντας και να δακρύζει με μειδίαμα…
Σακούλες πηγαινοέρχονται μανιασμένες... Κονσέρβες μέσα παρελαύνουν , πάμπερς για τα αφράτα κωλαράκια των παιδιών μας , αποσμητικά λίγο λάχανο και κάτι κοψίδια κρέας…
Μας αγόρασαν και μας πούλησαν κλέβοντας από το ζύγι τα προικιά μας .
Αι τι? ΑΕΙ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ εμείς γεννηθήκαμε ποντίκια στα χαλάσματα γεμίζοντας τις τρύπες , τα κενά μας , κτίσαμε την οικία μας… και εσύ τώρα
σεισμέ μας αποπαίρνεις … ποντίκια κλικάρουνε παράθυρα σε οθόνες- λαχανιαστά ανάσες να φουμάρουν- ποντίκια και δικέφαλοι γυμναζόμενοι ψυχή και σώματι σαν αετοί αγναντεύουμε σαν τρωκτικά σκορπάμε…
Κρίση Χριστέ μου οι Άχρηστοι τι θα πει ευρώ και τι Ευρώπη…
Παναγιώτα σσς φτάσαμε ταμείο
Απόδειξη όμως στον κουβά -απύθμενα να μετρά το βιος μας…

ΠΟΙΗΤΩΝ ΣΚΕΨΕΙΣ



Ηρθές και με βρήκες…λοιπόν;
Γυναικά απολύτου κενού , άδεια
Με ψάχνεις μα εγώ είμαι απών
Στη νύχτα που ζήλεψαν τα βραδιά…

Έλα και συ, κοίταξε,
Σκουλήκια είναι οι Σκέψεις.
Μισεί, αγαπά, έκλαψε,
η ψυχή που δεν πρέπει να κλέψεις.

Ακολουθά με είμαι φευγάτος,
Μην ακουμπάς σβήνω… με χάνεις…
Σαν νοσταλγώ γίνομαι γ α τ ο ς
Ταξίδι φεύγω μόρτης, αλάνης.

Τον εαυτό μου γελώντας τον βλέπω
Στων ματιών σου τις κόρες.
Τις γειτονιές του κόσμου διέπω
Πράσινη γη και ψεύτικες χώρες.

Ψυχοπομπός με παρέα το Αύριο.
Γυναικά… ΕΓΩ τη θλίψη σου άγω.
Επικριτής μα μοιραία και μ άγριο
τρόπο κάποιος μας θα λατρέψει τον Τράγο.

Έλα μαζί, ταξίδι στο άδυτο.
Κυνηγοί της χαμένης ουσίας,
Στης Πανάγιας το κορμί το απάτητο.
Στην λίμνη της Αχερουσίας.

Έλα μαζί στη χωρά του Αδάμ
Εκεί οπού δεν υπάρχουν φυλές
Ούτε δεσπότες μα ούτε μαντάμ
Παρά μονό ανάγκες δειλές.

Έλα μαζί, Γυναικά της θλίψης,
Μαζί με εμένα επαναστάτες,
Σε μια φωλιά που δεσπόζουν εκλείψεις,
Γουστάρω να σηκώσω του κόσμου τις πλάτες.

Και ο Θεός θα κλάψει συναντώντας το Κρίμα.
Το χρήμα θρησκεία, πολιτισμός,
δημιουργώντας στου Ανθρώπου το Μνήμα,
Βακχών οργιά ο νέος Θεσμός.

Ακολουθά τη ζωή σου με ρίγος,
Άδραξε τον αυλό που πεθαίνει,
Ο Ερωτάς ουρανός δίχως σφρίγος,
η καρδιά σου παιδί που μαθαίνει…

Γλυκεία ζωή σε ευχαριστώ
μα με ζυγώνει νεύμα
τι είναι Άχρηστο και τι Χριστό
τι ναι τροφή τι πνεύμα;

Και τώρα φύγε, ακούω φωνές,
Στ’ αγάλματα του χρόνου.
Δεν θέλω Σάρκα και ηδονές,
Ινδάλματα του πόνου.

Πριν αποδημήσεις μην ξεχάσεις
να πάρεις της ζωής τα δανεικά
σεντούκι η ψυχή να μην τη χάσεις
να τη γεμίσεις με ιδανικά.

Μα επιμένεις , κολυμπάς
Αντίθετα στο ρέμα.
Μην μένεις αν μ’ αγαπάς
Των κολασμένων αίμα.

Πάρε και κρύψε την αλήθεια:
Εγώ κυρίαρχος του κόσμου.
Φλόγα που καίει μες στα στήθια.
Τα χεριά της αγάπης δόσμου.

Αντίο. Ο ποιητής περιμένει
να βρω το δικό του ταβάνι.
Βασιλιάς η Αγάπη στεμένη,
τον θάνατο για δώρο λαμβάνει.

Ματιά μην κλαίτε που πονούν,
Του Ηλίου δύση η Αγωνιά.
Το χώμα ρίχνουν και σιωπούν.
Μοιρολατρική Συμφωνία.

ΣΤΟ ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ


Πνιγερό ουρλιαχτό δονεί τις ψυχές μου.
Το είναι μου όλο μια φάλτσα κραυγή.
Οι ουρανοί δεν αχούν στις πτυχές μου.
Μ’ έχει φονεύσει μια ψεύτρα αυγή.

Σαν πειρατής στα σοκάκια του λογού,
Έχω κουρσέψει καινούριες μορφές.
Έχω καλπάσει τα βήματα άλογου.
Έχω πατήσει αγνές κορυφές.

Μπαγιάτεψε η κάρδια στην κάρδια μου
Έχει γνωρίσει αλλόκοτο φως.
Πουλιά σβηστά, στριγκλίζουν κλαδιά μου
και ο θάνατος πικρός αδελφός.

Δροσοσταλίδα ζωής η μάτια σου
και η φωνή που σκορπούσε σαν μ’ ειδές.
Τα δάκρυα έχουν μουσκέψει χαρτιά σου.
Υγρά φιλία που κόλαζαν Μίδες.

Γερασμένο παιδί σε καβούκι έφηβου,
Έχω χορτάσει της ζωής τα κρεβάτια .
Ο κύκλος για με, έχει το σχήμα του κύβου
και τα όνειρα τα αστερία για μάτια.

Με τύλιξε διαμάντινη σκόνη,
Με’ έζωσαν οι σκέψεις , οχιές.
Ένα μελτέμι τα πανιά μου φουσκώνει
σε νέους δρόμους σε , καινούριες τροχιές.

Η νύχτα φως και ο ήλιος χαράζει
Στο λυκαυγές του χρόνου, στο λυκόφως του μυαλού.
Και σαν χαρά μια πικρά, μαράζι,
με συνοδεύει σε ακτές του γιαλού.

Στυγνός, εκλεκτός, παρεισφρέω στη ποίηση
κραδαίνοντας το Αμάλθειο Κεράς.
Νεκρός θεός σε κάλπικη μύηση
θα λυτρωθώ στα χεριά μητέρας.

Ρόδινο στέμμα, χρησμός και μαντείο
θα πουν πως ήμουν και η σκέψη μου επλύθει.
Γνωστικός μα είπα τ’ αντίο
σαν κεραυνός, μαξιλάρι η Λήθη.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

ΜΑΥΡΕΣ ΤΡΥΠΕΣ


Μα ναι. Το ξερώ η όχι
Παρόλα αυτά όμως θα υπάρχω .
Τι και αν με προδώσανε οι στόχοι.
Τις Μαύρες Τρύπες του «Ωσσάνα» εγώ θα άρχω.

Νάτος. Χαχανίζει ο θυμός
νευρόσπαστος στα έκφυλα, στα σάπια.
Το πέρασμα τους ανέγγιχτος χυμός
που στέρεψε πηγάζοντας στα χάπια.

Πύθιας παιδιά, άβουλοι πλανήτες
εγώ, ο καπνός και τα κλεμμένα χόρτα.
Αντλούν ζωές οι μαγεμένοι αλήτες
μορφάζοντας οι ίδιοι προς την πόρτα.

Και η ζωή παλλόμενη κορδέλα…
Σφίγγει και φεύγει ο παλμός.
Να μάχεται σαν αίμα μες στη βδέλλα ,
να φλέγεται τυφλός ο οφθαλμός.

Και πάλι χάνονται στο άγνωστο του πλήθους.
Παρέα τους ελπίδα που ναρκώνει.
Μετρούν τις ψεύτικες αυγές , χαροκαμένους λίθους
μετρούν το χάραμα καιρού που πόνο ενσαρκώνει.

Εισαγωγές σε όνειρα Προκρούστη.
Λάσπη, κομμάτια σύννεφα στον βάλτο.
Σάλπιγγες τροπαίου. Κρουστή
το Αίνιγμα της Σφίγγας μες το μυαλό σου βάλτο.

Ανύποπτα λιθάρια τσουλούν στο άπειρο.
Αδρά κοιτούν τον χρόνο που παγώνει.
Ιερογλυφικά σε ξεχασμένο πάπυρο.
και καταφύγιο ο ουρανός σε ανάπηρο παγώνι.


Αδέκαστοι αναρχικοί στο Αιώνιο.
Ροδοπέταλα μαραίνονται…τουλίπες.
Διαλεχτή αμβροσία τους το κώνειο.
Που δεν γεμίζει πλέον Μαύρες Τρύπες.

Άδικα περιστέρια μου, οι λύπες…